σαδιστικός

σαδιστικός
η , ό[ν] садистский

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "σαδιστικός" в других словарях:

  • σαδιστικός — ή, ό, Ν [σαδιστής] ο σχετικός με τον σαδισμό ή αυτός που χαρακτηρίζει τον σαδιστή. επίρρ... σαδιστικώς και σαδιστικά με σαδιστικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • σαδιστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται ή έχει χαρακτηριστικά του σαδιστή: Σαδιστικές τάσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαδικός — ή, ό, Ν σαδιστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Sade, όν. Γάλλου μαρκησίου (βλ. και σαδισμός)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»